ρόϊδι
Смотреть что такое "ρόϊδι" в других словарях:
ρόιδι — το, Ν βοτ. βλ. ρόδι … Dictionary of Greek
ρόιδι — το και ροϊδιά, η κτλ., βλ. ρόδι, ροδιά κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανομοίωση — Το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο, από δύο όμοιους ή συγγενικούς φθόγγους μιας λέξης, ο ένας αποβάλλεται ή αντικαθίσταται από άλλον συγγενικό φωνητικά φθόγγο: ρόδι αντί ρόιδι, χάδι αντί χάιδι και αδέρφια αντί αδέλφια, γλήγορα αντί γρήγορα. Άλλη … Dictionary of Greek
ρόδι — το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς νεοελλ. φρ. «τά κανα ρόιδο» τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλων ίδιον). Ο νεοελλ. τ.… … Dictionary of Greek
ρόδι — ρόδι, το και ρόιδι, το και ρόιδο, το 1. ο καρπός της ροδιάς. 2. φρ., «Τα κανες ρόιδο», τα θαλάσσωσες, απότυχες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)